- λογευτήριον
- λογ-ευτήριον, τό,A office of the λογευτής, PRev.Laws 11.13 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογευτήριον — λογευτήριον, τὸ (Α) [λογεύω] το γραφείο ή το αρχείο τού συλλέκτη φόρων … Dictionary of Greek